- λουμινάλ
- το ακλ., λουμινάλη η люминал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουμινάλ — Ονομασία βαρβιτουρικού. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων, που προκαλούν γενική καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Στη θεραπευτική χρησιμοποιείται το νάτριο άλας … Dictionary of Greek
λουμινάλη — η, και λουμινάλ, το (φαρμ.) η φαινοβαρβιτάλη … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek